- φρυμάζω
- Νβλ. φριμάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φριμάζω — και φρυμάζω και φρουμάζω και φουρμάζω Ν 1. (ιδίως για άλογα) φυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή από οργασμό 2. μτφ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από οργή, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φριμάσσομαι, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek